- τσαγιερό
- το, Νη τσαγιέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. -ερό (πρβλ. λαδ-ερό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαγιερό — το βλ. τσαγιέρα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγιέρα — τσαγιέρα, η και τσαγιερό, το ειδικό δοχείο για το βράσιμο του τσαγιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)